- κοσμογνωσία
- ηη γνώση τού κόσμου, δηλαδή τών τόπων και τών κλιμάτων τής Γης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -γνωσία (< γνώσις). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Weltkenntnis, και μαρτυρείται από το 1884 στον Γεώργιο Βιζυηνό].
Dictionary of Greek. 2013.